φαεινά

φαεινά
φαεινός
shining
neut nom/voc/acc pl
φαεινά̱ , φαεινός
shining
fem nom/voc/acc dual
φαεινά̱ , φαεινός
shining
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαεινάς — φαεινά̱ς , φαεινός shining fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλήτα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις δύο Χάριτες –η άλλη ονομαζόταν Φάεννα ή Φάεινα– που λατρευόταν στη Σπάρτη. Ήταν μητέρα της Σπάρτης από τον Ευρώτα και ο γιος της Ταϋγέτης, Λακεδαίμων, ίδρυσε πρώτος ναό για να την τιμήσει, κοντά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”